- επευκτός
- ἐπευκτός, -ή, -όν (AM)αυτός τον οποίο αξίζει να εύχεται κανείς («ἡ ἡμέρα, ἐν ἧ ἔτεκέν με ἡ μήτηρ μου, μὴ ἔστω ἐπευκτή» — θα ευχόμουν να μην ερχόταν αυτή η ημέρα που με γέννησε η μάνα μου, ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ευκτός (ρηματ. επίθ. σε -τός) < εύχομαι].
Dictionary of Greek. 2013.